Ορεινογραφίες
Άνθρωποι και βουνά, βουνά και άνθρωποι
O καιρός γύρισε και αντάρα άρχισε να σκεπάζει τις ψηλές κορφές του Χελμού (1) και τα κεφάλια μας, κατακαλόκαιρο. Αποκαμωμένοι απ’ την κούραση, προσπαθούσαμε να σώσουμε από ώρα τα βήματά μας, θέλοντας να τελειώσουμε με την κορυφογραμμή. Το πρωί που είχαμε ξεκινήσει την διάσχιση άλλα είχαμε στο κεφάλι μας, στο τέλος της ημέρας όμως προέκυψαν αλλιώς τα πράγματα.
Είχαμε ξεκινήσει για μια σύντομη διάσχιση της νότιας κορυφογραμμής του Χελμού (2) — κοιλάδα Κράββαρι — χωρίς τα βασικά εφόδια μαζί μας –θέλαμε να κάνουμε γρήγορα και ανάλαφρα τις δρασκελιές της διαδρομής: Αετοράχη > διάσελο Κυνηγού — και όταν φτάσαμε στην κορφή Γαρδίκι καταλάβαμε ότι είχαμε κάμποσο δρόμο ακόμη για να την ολοκληρώσουμε. Αντί να περάσουμε τη νύχτα κατάκορφα, πιπιλίζοντας τα δάκτυλά μας, βάλαμε την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και γυρίσαμε εκεί που είχαμε αφήσει το μεταφορικό μέσο και τα υπόλοιπα υλικά!.
Σούρoυπο πια, αποκαμωμένοι από τη διαδρομή: Αετορράχη μέχρι κορφή Γαρδίκι και πίσω πάλι, δεν μπορούσαμε να αποζητήσουμε καλλίτερο μέρος για διανυκτέρευση, απ’ τα ριζά του Μεγάλου Λιθαριού, εκεί στο κονάκι του μπάρμπα Ανδρέα.
Ο μπάρμπα Ανδρέας δεν άργησε να τελειώσει με το κουμαντάρισμα των ζωντανών του και να ασχοληθεί μαζί μας. Είχε λίγα ζωντανά στο κοπάδι του και τα κράταγε περισσότερο για συντροφιά, τώρα που μεγάλωσε. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και αυτός, 75άρης πια και μόνος, προτιμούσε τη συντροφιά των ζωντανών, τους καλοκαιρινούς μήνες πάνω στις ψηλές κορφές του Χελμού.
Μάταια τα παιδιά του τον παρακαλούσαν να τα πουλήσει και να κατέβει στο χωριό ή να πάει κοντά τους, αυτός άλλα είχε στο κεφάλι του. Και να πεις ότι ήταν καλά; Άρρωστος ήταν και έπρεπε να προσέχει την υγεία του. Εκεί, στα ριζά του Μεγάλου Λιθαριού, ανέβαινε τους καλοκαιρινούς μήνες, ξανασυμμάζευε το κονάκι του και τα βόλευε μέχρι το Φθινόπωρο. Όταν ο καιρός αγρίευε τα μάζευε και κατέβαινε στο κάμπο, στην Κλειτορία.
Γνώριμοι από παλαιότερες συναντήσεις, ανανεώσαμε την χαρά της νέας μάζωξης, ξανακουρνιάσαμε στο γιατάκι του και ανταλλάξαμε τα νεότερα από την τελευταία μας συνάντηση. Η φωτιά στη μία άκρη έκαιγε για τα καλά και ας ήταν μεσοκαλόκαιρο. Ο βραδινός αέρας ήταν φρέσκος και παγωμένος, αφού ο καιρός είχε αλλάξει. Ο καπνός που έκανε όλο τον κύκλο της πέτρινης ανοικτής από πάνω καλύπτρας, μας λιβάνιζε για τα καλά, λες και αρνιόταν και αυτός να απομακρυνθεί από τη ζεστή εστία μας. Όπου και να καθόμασταν ο καπνός μας εύρισκε, όσες θέσεις και να αλλάζαμε. Στο τέλος εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια να διαχωριστούμε από τον καπνό και ταυτιστήκαμε μαζί του.
Οι κουβέντες έδιναν και έπαιρναν, τα πειράγματα διαδέχονταν τα σοβαρά. Το τυρί του μπάρμπα Ανδρέα το φάγαμε με τσάι για να κρατήσουμε για τελευταίο το κρασάκι, που ήταν λιγοστό.
Καταμεσής ο μπάρμπα Ανδρέας, με την χλαίνη στους ώμους, όριζε το κάθε τι, φροντίζοντας για όλα. Αυτός έκανε κουμάντο τη φωτιά, αυτός κουμαντάριζε και το κρύο.
Δεν θέλαμε να τον κουράσουμε. Tα λόγια είναι φτώχια, όταν οι αξίες έχουν άλλη βαρύτητα. Έτσι η Μίκα ανέλαβε σιωπηλά και έφτιαξε το μεζέ, εμείς βάλαμε τα σκεύη μας και ό,τι άλλο φαγώσιμο είχαμε. Σαν μια οικογένεια, σαν να ήμασταν τα παιδιά του, που σμίξαμε βράδυ γιορτής στο σπιτικό.
Ο μπάρμπα Ανδρέας μίλαγε αργά και καθαρά, όταν μιλούσε για τις δυσκολίες και για τα χρόνια τα παλιά. Όταν μιλούσε για τα σημερινά και πείραζε τον Γιώργο, η ματιά του έλαμπε. Του θύμιζε τον δικό του γιό, τον μικρότερο που, όπως μας εξήγησε, του είχε και αδυναμία. Και τι δεν του έλεγε του Γιώργου, καθώς τον τσίγκλαγε για να τον δει να γελάει, όπως τη φωτιά, που κάθε τόσο την ανασκάλευε για να τη βλέπει να χορεύει.
Ήταν από κείνες τις βραδιές που λουφάζεις στου Λιθαριού την πλάτη και αποκοιμιέσαι, γεμάτος αναφορές και μνήμες τυλιγμένες με μια αίσθηση γλυκάδας. Ο αγέρας με τη φωτιά από κοντά, που την γευόμασταν πέρα για πέρα, αφού μύτη, μάτια, αυτιά, στόμωναν και δεν χώραγαν τίποτα άλλο. Ο ουρανός από πάνω μας δεν ξεχώριζε, εάν είχε συννεφιά ή κάπνα. Είχε σκεπάσει τα πάντα κάνοντας και αυτή την παρουσία του φεγγαριού αδύνατη.
Οι κουβέντες μας εδώ ψηλά έβγαιναν αλλιώτικες, αργόσυρτες και η κάθε μια ερχόταν να κολλήσει στην προηγούμενη. Ξέραμε την επόμενη, γιατί θα πηγαίναμε μοιραία σ’ αυτήν, που δεν ήταν άλλη απ’ αυτήν που θα συμπλήρωνε τη προηγούμενη. Το παρελθόν φωτιζόταν και τονιζόταν, σε αντιδιαστολή με το παρόν και το μέλλον που φάνταζε χλωμό.
Ο μπάρμπα Ανδρέας έζησε με τη γυναίκα του κοντά τριανταπέντε χρόνια. Τότε ήταν αλλιώς, σήμερα χωρίς τη σύντροφό του και τα παιδιά του να τον ακολουθούν στη δουλειά, τα πράγματα παραείναι δύσκολα.
Η νύχτα μας τύλιξε για τα καλά, το κρύο ήταν τσουχτερό και πριν αποχαιρετιστούμε για ύπνο ο μπάρμπα Ανδρέας μουρμούρισε: «αν η νύχτα δεν φέρει νερό, θα βάλει ομίχλη και βαζούρα με το ξημέρωμα».
Έφεξε και με το που σκάσαμε μύτη έξω απ΄ το αντίσκηνο, ακούσαμε την φωνή του μπάρμπα να μας καλημερίζει και να μας ρωτάει πώς πήγαμε με την νύχτα. «Καλά», είπαμε, με κείνα τα πρώτα μισόλογα που δυσκολεύονταν να βγουν, αλλά γρήγορα μας συνέφερε η πρωινή ψύχρα.
– Άντε κάντε κατά δω μεριά στο κονάκι για καφέ, μουρμούρισε, και δεν θέλαμε και πολύ. Να ετοιμάσω κάνα-δυο πραγματάκια για κάτω, να βοηθήσω στο άρμεγμα του κοπαδιού της γριάς στην από κάτω στρούγκα και είμαι έτοιμος να με πάρετε κάτω.
– Όπως τα φέρεις βόλτα μπάρμπα Ανδρέα, με το μαλακό, γιατί με τέτοιο καιρό εδώ πάνω δεν μπορούμε τούτο το πρωινό να κάνουμε και πολλά.
Όση ώρα εμείς απολαμβάναμε το καφεδάκι του κυρ Ανδρέα, αυτός άρμεγε παρακάτω. Στα ψηλά, οι ανθρώποι είναι αλλιώτικοι. Ο ένας τρέχει στις ανάγκες του άλλου. Η γριά στο πιο κάτω κονάκι, έχασε τον γέρο της και αυτός τη δική του. Για την κουβέντα και μόνο, τούτο το πρωινό έπρεπε ν΄ ακουστεί η καλημέρα τους, να ακούσουν τη φωνή τους.
Στα ψηλώματα, τα κονάκια φωλιάζουν δυο-δυο. Έτσι τα βρήκαν οι νεότεροι από τους παππούληδες, έτσι πήραν κι αυτοί την ζωή. Τιμούσαν αυτή την τόσο πολύτιμη ανθρώπινη συντροφιά….
Σαν πήρε και τέλειωσε με τα ζωντανά, πήρε το τράστο (ταγάρι) και την γκλίτσα, χαιρέτησε τη γριά που σήμερα περίμενε το γιό της να ανέβει και όλοι μαζί στο VANάκι πήραμε το δρόμο για τα χαμηλά. Περάσαμε ψηλά από τις Μαζέϊκες στάνες – είπαμε για το μονοπάτι το υπέροχο που ανεβαίνει από τα Μαζέϊκα μέχρι εδώ – πήραμε νεράκι στην πηγούλα του Πουλιού τον ‘Όχτο, αφήσαμε δεξιά μας το ορειβατικό καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Καλαβρύτων, γυροφέραμε τον δασωμένο όγκο του Αυγού και πέσαμε στον Ξηρόκαμπο. Αφήσαμε τον Ξηρόκαμπο και σύντομα πέσαμε στον κάμπο των Λουσσών (Σουδανά), για να στενέψουμε στην Καστριά με τα σπήλαια των λιμνών. Γύρω μας κάθε λόφος και μια ιστορία, κάθε χαρακτηριστική πέτρα και μια αναφορά.
Ο τόπος όμορφος, λιτός, τραχύς, με τις ρεματιές που κρύβαν πολλά, από πάνω ψηλές κορφές, βράχια κοκκινωπά με σπηλιές, εκεί και η ροή του Αροάνιου ποταμού. Τόπος ζωσμένος με θρύλους και παραδόσεις από τα παλιά, εστίες παμπάλαιες ανθρώπων.
Στη διασταύρωση για τα χωριά: Πλανητέρο, Μάζι και διάσελο-πέρασμα Κυνηγού, κάτω από τον πλάτανο και πριν καλά-καλά καταλάβουμε, ο μπάρμπα Ανδρέας έκανε το σταυρό του. Κάτι μουρμούρισε και πήρε βαθειά ανάσα.
– Τι είναι μπάρμπα Ανδρέα, ρώτησε ο Νίκος.
– Το εικονοστάσι της Παπαδιάς παιδάκι μου, έκανε και χωρίς δυσκολία συνέχισε μόνος του.
– Εδώ κοντά είχε η παπαδιά του χωριού ένα χωράφι και θέριζε. Είχε μαζί και το παιδί της στην κούνια. Έρχεται ο λύκος και της παίρνει το παιδί. Η παπαδιά τάχασε. Τότες παρουσιάστηκε άγγελος και της είπε, ότι το παιδί αυτό θα μονάσει και θα είναι ο ιδρυτής της Αγίας Λαύρας. Έτσι και έγινε, το παιδί αυτό έγινε ο πρώτος κτήτωρ της Αγίας Λαύρας. Είναι πολύ ιστορικό αυτό το εικονοστάσι που είδατε. Απ’ τον τόπο μας κρατάει η Λαύρα που είναι ξακουστή όχι μόνο στον Μωριά αλλά και σ’ όλη την Ελλάδα.
Όταν φτάσαμε στο χωριό Κλειτορία (3) ήταν η ώρα που έπρεπε να χωρίσουμε. Έτσι κι’ αλλιώς όλοι μας ήμασταν έξω από τα νερά μας. Εμείς από την έλξη των ψηλών κορφών και ο μπάρμπα Ανδρέας απ’ τα ζωντανά του. Αντί άλλων, είπαμε:
– Καλή αντάμωση μπάρμπα Ανδρέα.
– Καλά νάμαστε να ματασμίξουμε παιδάκι μ’…
Τάκης Ντάσιος, 1990
Παραπομπές
(1) «Αροάνια (Χελμός) μεγάλο ορεινό συγκρότημα στην ανατολική πλευρά του νομού Αχαΐας, στα όρια με το νομό Κορινθίας. Στα δυτικά ο ποταμός Βουραϊκός το χωρίζει από τους ορεινούς όγκους Ρούσκιο και Σκεπαστό, ενώ στα ανατολικά ο Κράθις ποταμός το χωρίζει από τα συγκροτήματα Μαρμάτι και Τούρλα ή Λιβαδάκι, από το οποίο χωρίζεται με τον αυχένα /διάβαση 1.460 μ. του Αγίου Νικολάου ή διάσελο, απ όπου περνά ο δρόμος Φενεός –Ζαρούχλα. Στα βόρεια χωρίζεται από το βουνό Καστέλια με τον αυχένα /διάβαση 560 μ. του Κάστρου. Στα δυτικά χωρίζεται από την οροσειρά Βελιά με τον αυχένα /διάβαση 1.250 μ. του Αγίου Νικολάου, απ όπου περνά ο δρόμος Καλάβρυτα – Άνω Λουσοί ή χιονοδρομικό κέντρο και από τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία χωρίζεται με τον αυχένα /διάβαση 920 μ. του Ξυδιά. Στα νότια χωρίζεται από το συγκρότημα της Ντουρντουβάνας με τον αυχένα /διάβαση 1.520 μ. Τσαλνίκι ή διάσελο Κυνηγού και το ρέμα Χαλίκι του Αροάνιου ποταμού. Τα πετρώματά μου του είναι ασβεστόλιθοι, φλύσχης και φυλλίτες. Η ψηλότερη κορφή του είναι η Ψηλή Κορυφή, 2.355 μ. άλλες ψηλές κορφές του Χελμού είναι: Αυγό, 2.138 μ., Γαϊδουρόρραχη, 1.930 μ., Γαϊδουρόρραχη, 1.834 μ., Γαρδίκι, 2.182 μ., Νεραϊδάλωνο ή Αετοράχη, 2.253 μ. – 1.916 μ., Νεραϊδόρραχη 2.339 μ., Νησί, 2.080 μ., Ομαλιά, 1.941 μ., Προφήτης Ηλίας, 2.282 μ., Στρογγυλό, 2.140 μ., Ξηρόκαμπος, 1.836 μ. και άλλες. Ο Χελμός είναι κατάφυτος από έλατα, μαυρόπευκα κ.ά. είδη και έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura (2320002) όπως και το φαράγγι του Βουραϊκού (2320003).
Καταφύγιο: θέση Πουλιού Βρύση, υψ. 2.090 μ. στα νότια του υψώματος Αυγό-Στρογγυλό, βρίσκεται το καταφύγιο της Ε.Ο..Α. με την ονομασία «Βασίλης Λεοντόπουλος», που προς το παρόν είναι εκτός λειτουργίας. Το νέο αυτό καταφύγιο έγινε τα τελευταία χρόνια στη θέση «του Πουλιού, από το 1932 μικρού καταφυγίου, [διέθετε 16 κρεβάτια, πληροφορίες Σ.Ο.Χ. Καλαβρύτων 0692-22346] που έχει ενσωματωθεί στο μεγάλο κτήριο του νέου καταφυγίου. Πληροφορίες τηλ. 210-3645904. Από το καταφύγιο στην κορυφή σε 0200ω. περίπου.» (Νέζη Νίκου 2010: 23-4)
«Ο Χελμός και ο Ταϋγετος είναι σίγουρα τα δυο πιο όμορφα κι άγρια βουνά του Μωρηά. Όμως ο Χελμός εξακολουθεί να γοητεύει και να φοβίζει τους ανθρώπους με την επιβλητική Νεραϊδοράχη του, που στέκεται κυρίαρχη πάνω απ τη μοίρα της κοιλάδας του Κράθι. Χελμός στα σλαβικά σημαίνει χιονισμένο βουνό. Οι αρχαίοι ονόμαζαν το νοτιοδυτικό ανάγλυφο, Αροάνια όρη, χάριν του Αροάνιου ποταμού που πηγάζει στο Πλανητέρο. Στα νότια του συγκροτήματος εκτείνεται η σαθρή κι απότομη νότια κορυφογραμμή, που χαμηλώνει στο διάσελο του Κυνηγού, ή Τσαλνίκι, ύψ. 1.510 μ. για να δώσει τόπο στη Ντουρντουβάνα. Το νότιο κομμάτι του Χελμού είναι πιο γυμνό απ ότι το βόρειο και το ανατολικό. Οι ψηλές κορφές του Χελμού σχηματίζουν ένα πέταλο γύρω απ την ονομαστή κοιλάδα της Στύγας. Η απότομη Νεραϊδόραχη (2.341 μ. και 2.252 μ. «στον ήλιο» ακριβώς πάνω απ την ορθοπλαγιά) πάνω απ τον Ξερόκαμπο, η Ψηλή Κορφή (2.355 μ.) στη μέση κι η Αετόραχη ή Νεραϊδάλωνο (2.335 μ.) στα νότια όρια της κοιλάδας. Ο Καταρράχτης της Στύγας γκρεμίζεται από μια μικρής περιοχής αλλά μόνιμη πηγή που βγαίνει στις νότιες πλαγιές της Νεραϊδόραχης. Έχει ύψος 150 μέτρα περίπου και στη βάση του ανοίγεται μια μικρή σπηλιά, η είσοδος του Άδη για τους αρχαίους. Νοτιότερα απ την Αετόραχη, φεύγουν οι κορφές Στεφάνι, 2.182 μ., Γαρδίκι, 2.125 μ., Νησί, 2.070 μ. και Καστράτζι, 1.983 μ., όλες πάνω στη νότια κορυφογραμμή. Οι μόνες κορφές που βγαίνουν έξω από το βασικό αυτό ανάγλυφο, είναι: ο Προφήτης Ηλίας, 2.282 μ., που ορίζει μαζί με την νότια κορυφογραμμή την απόκρημνη χαράδρα Κράβαρι ή Ομαλιά, 1.941 μ. πάνω απ τους Λουσούς.
(2) Διάσχιση νότιας κορυφογραμμής: «Απ την Αετοράχη μπορούμε να συνεχίζουμε νότια και διασχίζοντας τη Νότια κορυφογραμμή να βγούμε στο διάσελο του Κυνηγού και να κατέβουμε Φενεό. Αρχικά κατεβαίνουμε απότομη σαθρή ράχη μέχρι αυχένα. Συνεχίζουμε με ελιγμούς σε πολύ σαθρά βράχια (ΙΙος και ΙΙΙος βαθμός) και φτάνουμε σε διάσελο στη βάση απότομης κορφής σε 0230ω. Ανεβαίνουμε στην κορφή της σε 0130ω. και στην επόμενη πιο ομαλή σε 0100ω. Ανεβαίνουμε στην κορφή Νησί σε 0100ω. και κατηφορίζουμε στο διάσελο σε 0100ω». (Αδαμακόπουλου Τριαντάφυλλου1988:105,107-8,112)
(3) Κλειτορία (Μαζέϊκα ή Κάτω Κλειτορία), ύψους 520 μ. οικ. του δήμου Λευκασίου νομού Αχαϊας. Στα 1928 είχε 1.523 κατοίκους, 1940 > 1.478, 1951 > 1.258, 1961 > 1.183, 1971 > 1.129, 1981 > 1.015, 1991 > 912.
(Άνω Κλειτορία) υψ. 700 μ. Στα 1928 είχε 311 κατοίκους, 1940 > 319, 1951 > 288, 1961 > 232, 1971 > 149, 1981 > 198, 1991 > 113 Περιορισμένα κατάλοιπα. Ήταν απ τις σημαντικότερες αρκαδικές πόλεις και αναφέρεται έως το τέλος της αρχαιότητας. Έκοβε νομίσματα έως τον 3ο μ.Χ. αι. .
Ο Κλείτωρ: Αρχαία πόλη στην αρχαία Β. Αρκαδία, ανάμεσα στους οικισμούς Άνω Κλειτορία και Κλειτορία, «Ο αρχαίος Κλείτωρ και η ανασκαφή: «Τρία χιλ. δυτικά της Κλειτορίας βρίσκεται ο αρχαίος Κλείτωρ. Η πόλη οφείλει πιθανότατα το όνομά της στην περίκλειστη θέση της. Σύμφωνα με τους μύθους και τις παραδόσεις ιδρύθηκε από τον Κλείτορα, γιο του Αζάνα, γενάρχη της αρκαδικής φυλής των Αζάνων από τους οποίους πήρε το όνομά του το βόρειο και βορειοδυτικό τμήμα της Αρκαδίας Σημαντική πηγή για την τοπογραφία, τους μύθους και τα μνημεία της περιοχής είναι ο Παυσανίας, αλλά και παλαιότερες πηγές όπως ο Ξενοφώντας, ο Πλούταρχος, ο Πολύβιος, ο Λίβιος. Η ανασκαφική έρευνα στον Κλείτορα άρχισε να δρομολογείται το 1987. Η συστηματική ανασκαφή της αρχαιολόγου Μαρίας Πετριτάκη στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης, είχε ως αποτέλεσμα να προκύψουν πολλές αρχαιολογικές πληροφορίες χρήσιμες για την ανασύνθεση της ιστορίας της πόλης. Αναδείχτηκε ο οχυρωματικός περίβολος, που είναι των ελληνιστικών χρόνων, υπολογίζεται ότι περιέτρεχε την πόλη σε συνολικό μήκος 2.500-3.000 μ. Η έρευνα έφερε στο φώς ένα θέατρο, όπως και νεκροταφείο, που καλύπτουν την χρονική περίοδο από τους υστερογεωμετρικούς χρόνους μέχρι τους υστερορωμαϊκούς. Κοντά στη Παναγιά (Φραγκοκλησιά) – εκκλησάκι φτιαγμένο από αρχαία μέλη -εντοπίστηκε οικιστικό πλέγμα των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων. Τον 4ο αιώνα, όπως φαίνεται από την έρευνα, η ζωή της πόλης ανακόπηκε και μετατοπίστηκε δυτικότερα, στη περιοχή του σημερινού Κλείτορα. Για την επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο, Δήμου Λευκασίου, μπορείτε να επικοινωνήσετε στο τηλ. 26920-31294 καθότι τα ευρήματα είναι διάσπαρτα και δυσδιάκριτα μέσα σε μεγάλη έκταση» ( Ντρενογιάννη Γιάννη2008: 73) ῾
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Μισταρδή Γασπ.1946: «Αροάνια (Χελμός)», σ.36-64, στο περιοδικό ΤΟ ΒΟΥΝΟ, εκδ. Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου
Σακκά Γιώργου1973: Μιλούν τα βουνά μας, εκδ, Τύπος Α.Ε.
Νέζη Νίκου1979: τα ελληνικά βουνά, ορεογραφία, οδηγός, σ. 41, Αθήνα
Σφήκα Γιώργου1980:Τα βουνά της Ελλάδας, σειρά Ελληνική φύση, σ.128 – 132), Αθήνα
Αδαμακόπουλου Τ., Ματσούκα Π., Χατζηρβασάνη Β.1988: Τα βουνά του Μωρηά, οδηγός για τα ελληνικά βουνά, εκδ Πιτσιλός
Τσίπηρα Κώστα1992:στα ελληνικά βουνά, οι 50 ωραιότερες πεζοπορικές και οικολογικές διαδρομές, σ.163—165, εκδ. Νέα Σύνορα, Α.Α. Λιβάνη
Ρήγα Αναστασίου1995:Ορεινές διαδρομές Πελοποννήσου, Ε4 (Ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών), εκδ. Ε.Ο.Ο.Σ.
Ευρετήριο & χάρτες πόλεων1995: Πελοπόννησος, 1: 250.000, No 5, ROAD EDITIONS
Τσίπηρα Κώστα1997: στα ελληνικά βουνά (Γ΄ μέρος) 50+1 άγνωστες πεζοπορικές και ορειβατικές διαδρομές, σειρά πεζοπορία -0ρειβασία, σ.. 256-264, εκδ. Νέα Σύνορα –Α.Α. Λιβάνη
Olalla Pedro2003: Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδας (κείμενα, φωτογραφίες, φιλολογική έρευνα, ειδική χαρτογράφηση και επιλογή αρχαίων χωρίων) εκδ. ROAD, Αθήνα
Ψημένου Στέφανου2004: Ανεξερεύνητη Πελοπόννησος, ROAD εκδόσεις Α.Ε.
Ντρενογιάννη Γιάννη(Επιμ.)2008: Πελοπόννησος, Καλάβρυτα, Πάτρα, Χελμός, Παναχαϊκό, Ερύμανθος με αυτοκίνητο, με τα πόδια, με 4Χ4 και μοτοσυκλέτα χωρίς μυστικά, σειρά: Ανακαλύψτε την Ελλάδα, Νο 20, εκδ. ΤΑ ΝΕΑ
Πελοπόννησος 2009, οδικός και περιηγητικός Άτλας, κλιμ. 1: 50.000 (ψηφιακοί άτλαντες της Ελλάδας υπό τη διεύθυνση του Τριαντάφυλλου Αδαμακόπουλου)
Γαλάνη Λάμπρου (Επιμέλεια) «Χελμός-Καλάβρυτα», τεύχος 63, σειρά Περιηγήσεις με την ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Γαλάνη Λάμπρου (Επιμέλεια) «στις πλαγιές του Χελμού», τεύχος 4, σειρά ταξιδιωτικοί οδηγοί της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ
Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα-Σταματελάτου Φωτεινή2012:Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμος Β΄ σ. 82, εκδ. Δ.Ο.Λ. ΤΑ ΝΕΑ