Αν σας έλεγαν «σκεφτείτε μια ταινία μυθοπλασίας για τη σφαγή των Καλαβρύτων το 1943 από τους ναζί», μάλλον κάτι σε κλισέ θα σας ερχόταν. Μακριά από μας η οποιαδήποτε ιερόσυλη, μηδενιστική τάση.
Αλλά το θέμα, όσο σοβαρό κι αν είναι, και τραύμα βαθύ ακόμα, τόσο πιο δύσκολο μας φαίνεται να το χειριστεί ένας νέος σκηνοθέτης, που θέλει να κάνει ζωντανό, μοντέρνο σινεμά. Που θέλει να το αναδείξει σε όλες του τις διαστάσεις, αλλά και να ξεφύγει από τη συναισθηματική καταγγελία, τα τσιτάτα και την πολιτική εκμετάλλευση. Να το συνδέσει με το σήμερα. Το δικό μας και της Ευρώπης.
Μακάρι να τα καταφέρει η ταινία «Echoes of the Past» του έμπειρου και ταλαντούχου Νικόλα Δημητρόπουλου («Alter Ego» με τον Σάκη Ρουβά), που γυρίζεται αυτές τις μέρες σε στούντιο της Αθήνας και στα ίδια τα Καλάβρυτα, αλλά έχει μακρύ και απαιτητικό δρόμο μπροστά της. Ομως, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός πως η Foss Productions, με επικεφαλής τον γεμάτο όνειρα Στέλιο Κοτιώνη, που όλο και μπαίνει πιο δυναμικά στο σινεμά, εξασφάλισε τουλάχιστον δύο μεγάλα ξένα ονόματα.
Ο Μαξ φον Σίντοφ ερμηνεύει τον κεντρικό ρόλο, είναι ο συγγραφέας Νικόλας Ανδρέου, ένας από τους τελευταίους επιζώντες της σφαγής των Καλαβρύτων. Επί 75 χρόνια αναζητά τον κομαντάντ Τένερ, από τους κύριους υπεύθυνους της εξολόθρευσης ενός ολόκληρου χωριού.
Αυτόν είναι που ερμηνεύει ο άλλος σταρ της διανομής, ο 84χρονος σήμερα Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, ο Αμερικανός γκέι καλλονός, που όσο κι αν έχει πίσω του μια καριέρα υψηλών ερμηνευτικών επιτευγμάτων σε σανίδι και σινεμά, κυρίως δύο σίριαλ τον έκαναν τρελά δημοφιλή σε όλες τις γυναίκες του κόσμου, ο «Δρ Κιλντέρ» τη δεκαετία του ’60 και τα «Πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» το 1983.
Στο υπερσύγχρονο στούντιο της Foss στον Γέρακα, Δευτέρα απόγευμα, γυρίζεται μια πολύ δυνατή, συγκινητική και αποκαλυπτική για το πού το πηγαίνει η ταινία σκηνή. Spoiler δεν κάνουμε, αλλά τα βασικά μάς επιτρέπονται. Ο Ελληνας και ο Γερμανός, οι δυο «εχθροί», ηλικιωμένοι και καταβεβλημένοι πια, συναντιούνται σε ένα παγκάκι στις όχθες γερμανικής λίμνης. Ο Νικόλας μιλάει για πληγές, για ματωμένα κορμιά, η οργή του δεν κρύβεται.
Ο Τένερ δεν κάνει τίποτα για να τον αντικρούσει. Ο χρόνος που έχει περάσει έχει κάνει το δικό του αμείλικτο έργο στην ψυχή και το σώμα του, η τιμωρία του δεν εξαρτάται από τον διπλανό του. Είναι και οι δυο συγκλονιστικοί στην ερμηνεία τους, ο σκηνοθέτης, όμως, στιβαρά επαγγελματίας, με τα άψογα αγγλικά του, τους καθοδηγεί και πάλι και πάλι από την αρχή…
Ο γλυκός Μαξ φον Σίντοφ στα διαλείμματα αποσύρεται κουρασμένος, στηριγμένος πάνω στην πανταχού παρούσα Γαλλίδα σύζυγό του Κατρίν Μπρελέ, ζει άλλωστε μαζί της τα τελευταία είκοσι χρόνια στη Γαλλία, έχει γαλλική υπηκοότητα και μια ολόκληρη γαλλική οικογένεια (οι δυο κούκλες έφηβες εγγονές του κάνουν όλα τα κεφάλια να γυρίζουν).
Αντίθετα ο πέντε χρόνια μικρότερός του Τσάμπερλεν κυκλοφορεί παντού σφυρίζοντας, τραγουδώντας, παίζοντας πιάνο με τα χέρια του στον αέρα, τίποτα δεν είναι τυχαίο, έχει διαπρέψει και στο μιούζικαλ.
Τα πιο βαριά, τα πιο δύσκολα, τους περιμένουν όλους από την επόμενη μέρα. Το συνεργείο τα μάζεψε την Τρίτη και πήγε στα Καλάβρυτα. Εκεί όπου, εκτός όλων των άλλων, όπως μας ενημερώνει ο σεναριογράφος αλλά και παραγωγός της ταινίας Δημήτρης Κατσαντώνης, θα γυριστούν κανονικότατα και οι σκηνές της σφαγής. «Εχουμε κάνει εκτεταμένη έρευνα ώστε να είναι όλα τέλεια και πιστά», λέει.
Το χθες και το σήμερα μαζί σε μια ταινία. Με το σήμερα να έχει ιδιαίτερο βάρος, αφού το σενάριο, κάτι σαν science fiction, θέλει το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων να φτάνει, να έχει φτάσει, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης!
«Οχι, δεν γυρίζουμε ένα court room drama», μας προλαβαίνει. «Ηθελα να αποφύγω αυτό το κλισέ, δεν βοηθάει στη σωστή ανάλυση των χαρακτήρων. Κι εμένα με ενδιέφερε να γράψω μια ανθρώπινη ιστορία με προεκτάσεις.
Η σφαγή των Καλαβρύτων είναι το εφαλτήριο για να ’ρθουν κοντά δυο διαφορετικές γενιές Ευρωπαίων. Ο Ελληνας, που έζησε τον πόλεμο και ζει με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Και η Γερμανίδα δικηγόρος Καρολίν Μάρτιν (την παίζει η γνωστή ηθοποιός Αλις Κριτζ), που όπως πολλοί Ευρωπαίοι της νέας γενιάς πιστεύει ότι όλα αυτά τα έχουμε ξεπεράσει ή πρέπει να τα ξεπεράσουμε γιατί ζούμε σε μια νέα, ενωμένη Ευρώπη».
Μαξ φον Σίντοφ
Μαξ φον Σίντοφ | ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
«Ο Μπέργκμαν μού λείπει, τον κουβαλούσα πάντα μέσα μου»
Εχει ξανάρθει στη χώρα μας ο Μαξ φον Σίντοφ, τον είχε φέρει, το 2004, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης για το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της «Ε». Ηταν πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής, αλλά και μία από τις προσωπικότητες που βράβευσε εκείνη τη χρονιά ο μακρόβιος θεσμός. Φυσικά και θυμάται τις τότε αθηναϊκές του μέρες ο μεγάλος ηθοποιός.
Και μέσα στη χαρά του που ξαναβρίσκεται στη χώρα μας -για δουλειά αυτή τη φορά- εξομολογήθηκε στον Αχιλλέα Κυριακίδη, που εκτός όλων των άλλων καλλιτεχνικών του ιδιοτήτων (συγγραφέας, μεταφραστής, σκηνοθέτης, κριτικός) είναι και πρόεδρος της Foss, ότι, δυστυχώς, μετάνιωσε που στο Γυμνάσιο επέλεξε να διδαχτεί λατινικά αντί για αρχαία ελληνικά.
Μικρό το κακό. Με τα σουηδικά του, τα αγγλικά του και τα γαλλικά του κατάφερε ο ψηλός αυτός, αδύναμος πια, αν και εντυπωσιακός 89χρονος, που έχουμε μπροστά μας, να προσφέρει στην ανθρωπότητα πολύ περισσότερα από το αν είχε διαβάσει την «Οδύσσεια» στο πρωτότυπο.
Ταυτισμένος με τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν (έκαναν μαζί πάνω από 11 ταινίες από το 1957 ώς το 1971) ο Σουηδός ηθοποιός θα μείνει για πάντα στη μνήμη των περισσοτέρων ως ο Ιππότης που παίζει τη ζωή του σε μια παρτίδα σκάκι με τον Θάνατο στην «Εβδομη Σφραγίδα» (1957). Το άνοιγμα που έκανε τη δεκαετία του ’60 στο παγκόσμιο σινεμά κάθε άλλο παρά τον ισοπέδωσε. Ενα τέτοιο επιβλητικό ταλέντο δεν χάνεται, ακόμα κι όταν δεν συνεργάζεται με τους καλύτερους, κάτι που, βεβαίως, ο Μαξ φον Σίντοφ έκανε. Παίζοντας, όμως, σχεδόν τα πάντα, έφτασε σε ένα πλατύτερο κοινό, που το «Πίσω από τον σπασμένο καθρέφτη» μπορεί να μην το ανακάλυπτε ποτέ.
Αλλά, τι τύχη να τον βλέπεις να ερμηνεύει τον πληρωμένο δολοφόνο στις «Τρεις μέρες του Κόνδορα» του Πόλακ, να γίνεται ένα με τον νευρωτικό νεοϋορκέζικο κόσμο του Γούντι Αλεν στη «Χάνα και τις αδελφές της», να διεκδικεί ένα Οσκαρ α΄ ρόλου ως αφοσιωμένος πατέρας και βασανισμένος μετανάστης στο «Πέλε ο κατακτητής» του Ογκουστ κι ένα ακόμα, β΄ ρόλου αυτό και εντελώς πρόσφατα (2011), στο συγκινητικό δράμα του Ντάλντρι για τους Δίδυμους Πύργους «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά», χωρίς καν να χρειαστεί να ανοίξει το στόμα του.
Μετά από πέντε ώρες και πάνω γύρισμα οι δύο τυχεροί δημοσιογράφοι που είχαμε προσκληθεί από την παραγωγή του «Echoes of the Past» στο ωραίο, μεγάλο στούντιο της Foss στον Γέρακα, είχαμε πέσει σέκος. Ο Μαξ φον Σίντοφ, όμως, άντεχε ακόμα. Να απαντήσει σε λίγες ερωτήσεις μας. «Μιλάει μονολεκτικά», μας είχαν προειδοποιήσει. Καμία σχέση. Γλυκός και τρυφερός, είμαι σίγουρη πως αν τον άφηναν θα έμενε μαζί μας πολύ περισσότερο.
• Σαν σήμερα, 30 Ιουλίου, πέθανε πριν από έντεκα χρόνια ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Τον σκέφτεστε, σας λείπει;
Σήμαινε τόσο πολλά για την επαγγελματική μου ζωή. Τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Είχα, βέβαια, την ευχαρίστηση να δουλέψω με πολλούς άλλους σημαντικούς σκηνοθέτες. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Μπέργκμαν. Η δουλειά μαζί του ήταν μια πλήρης εμπειρία. Κάθε φορά που σχεδιάζαμε μια παραγωγή την απολάμβανα απόλυτα, από το ξεκίνημά της μέχρι το τέλος της. Ναι, μου λείπει πάρα πολύ.
Ηταν ένας άνθρωπος, όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, με μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Και είχε ένα τεράστιο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους και τις συγκρούσεις τους, επίσης. Νομίζω δε ότι ήταν πολύ καλό που χρησιμοποιούσε τους ίδιους ηθοποιούς για τις ταινίες και τις παραστάσεις του.
• Ησασταν τόσο νέος, 27 χρόνων, όταν ερμηνεύσατε στην «Εβδομη Σφραγίδα» τον Ιππότη που παίζει σκάκι με τον Θάνατο. Καταλαβαίνατε τι κάνατε; Είχατε συνείδηση ότι ρόλος και ταινία θα μείνουν στην αιωνιότητα;
(γελάει) Ναι, έτσι νομίζω. Δεν θέλω να είμαι απόλυτος, αλλά νομίζω ότι η ομάδα των ανθρώπων που ο Μπέργκμαν μάζεψε γύρω του για την «Εβδομη Σφραγίδα», ηθοποιοί και τεχνικοί, πίστευαν πολύ στην ιδέα της ταινίας και -πώς να το πω;- ακόμα και στη μελλοντική της ιστορία (ξαναγελάει). Και, όπως ξέρουμε, τα κατάφερε, έχει μια τόσο μακριά ζωή.
• Eχετε συνεργαστεί και με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες, από τον Πόλακ και τον Σπίλμπεργκ μέχρι τον Γούντι Αλεν και τον Φρίντκιν. Ψάχνατε, ίσως, υποσυνείδητα να βρείτε σε αυτούς κάτι από τον Μπέργκμαν;
Οχι, δεν νομίζω. Χρησιμοποιούσα, βέβαια, πάντα τις ιδέες του. Χρησιμοποιούσα την τεχνική που είχα μάθει κοντά του. Ενδεχομένως να είχα και ένα όραμα για την κάθε ταινία που ήταν κοντινή με τον Μπέργκμαν. Ημουν σίγουρα πολύ επηρεασμένος από αυτόν.
• Δεν είχατε ποτέ ελιτίστικη διάθεση όταν διαλέγατε τους ρόλους σας. Γυρίσατε ταινία ακόμα και με τον Ντάριο Αρτζέντο. Απολαμβάνατε να παίζετε σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη;
Μα ο Αρτζέντο ήταν καλός σκηνοθέτης. Αλλά, ναι, φυσικά και έχω κάνει ταινίες για τις οποίες έχω μετανιώσει. Οχι όμως και τόσο πολλές…
• Ο «Εξορκιστής» είναι ένα αριστούργημα, ο Φρίντκιν έκανε σπουδαία δουλειά, όσο κι αν την αξία της τη σκεπάζουν καμιά φορά το θέμα της, οι δαίμονες και ο τρόμος. Δεχτήκατε, άραγε, αμέσως να παίξετε ή είχατε αμφιβολίες;
Η ταινία, ξέρετε, ήταν βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του William Peter Blatty για ένα μικρό κορίτσι που καταλαμβάνεται από τον Διάβολο. Το πρώτο που μου είπαν ήταν «πρέπει να διαβάσεις το βιβλίο». Το διάβασα, λοιπόν, και σκέφτηκα, «α, θα με θέλουν για τον νεαρό ιερέα» (γελάει). Και είπα, «γιατί όχι;». Αλλά, μου είπαν, «όχι, όχι, θα είσαι ο ηλικιωμένος ιερέας, ο πατήρ Μέριν». Κανένα πρόβλημα, τέλεια.
Περάσαμε ωραία στο γύρισμα, αλλά ήταν μεγάλη κούραση, μου έπαιρνε κάθε πρωί πολλή ώρα το μακιγιάζ, έπρεπε να φαίνομαι 30 χρόνια μεγαλύτερος! Τι ξεχωριστή ταινία έκανε ο Φρίντκιν. Σου αρέσει δεν σου αρέσει το θέμα της, δεν μπορεί να μη δεις τι σπουδαία είναι και πόσο έξυπνα φτιαγμένη.
• Παίξατε τον Χριστό στην «Ωραιότερη ιστορία του κόσμου» και τον Διάβολο στο «Χρήσιμα αντικείμενα». Πώς είναι ένας ηθοποιός να βρίσκει μέσα του το απόλυτο καλό αλλά και το απόλυτο κακό;
Ολοι μας ένα μείγμα είμαστε. Υπάρχουν σπουδαίες και ενδιαφέρουσες ιστορίες, ακόμα κι αν οι κύριοι χαρακτήρες τους είναι κακοί. Είμαι ευγνώμων που είχα όλες αυτές τις ευκαιρίες. Γιατί η καριέρα μου δεν ήταν ποτέ μονότονη, με πήγαινε από το ένα άκρο στο άλλο. Πόσο έχω χαρεί τη δουλειά μου. Αλλωστε με έφερε και στην Ελλάδα.
• Τι σας έκανε να δεχτείτε τον ρόλο ενός Ελληνα επιζώντος της σφαγής των Καλαβρύτων;
Το «Echoes of the Past» είναι ένα θαυμάσιο δράμα. Και πολύ σημαντικό, θα ’λεγα. Υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι, που δεν καταλαβαίνουν πραγματικά τι σημαίνει «ζωή», τι σημαίνει «ειρήνη». Ε, αυτή την ταινία θα ’πρεπε να τη δουν. Ή να διαβάσουν, τουλάχιστον, για τα Καλάβρυτα. Αλήθεια, στην Ελλάδα την ξέρουν όλοι αυτή την ιστορία; (σ.σ. τον διαβεβαιώνουμε, ότι ποτέ δεν την ξεχάσαμε). Τι τραγωδία. Ελπίζω η ταινία μας να γίνει μεγάλη επιτυχία. Θα δούμε, θα δούμε…
info: Διεύθυνση φωτογραφίας Γιώργος Ραχματούλιν, σκηνογραφία Ράνια Γερογιάννη. Παίζουν ακόμα η ανερχόμενη Γαλλίδα Αστρίντ Ρους και οι Μαρία Αλιφέρη, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Θάνος Τοκάκης, Δανάη Σκιάδη, Νικόλας Παπανικήτας, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Aurora Marion κ.ά.
πηγή – http://www.efsyn.gr