Στην αυλή αυτού του πύργου θυμάμαι τα παιδικά μου καλοκαίρια στα ΣΟΥΔΕΝΑ από τα οποία κατάγομαι ! Έμελε αυτή η εικόνα να εμπνέυσει την πορεία στην υπηρεσία της ιστορίας , της αναβίωσης και του κινηματογράφου για το 21!
Καλάβρυτα, 16-25 Μαρτίου 1821: Το ξέσπασμα της Επανάστασης στον ελλαδικό χώρο.
Φήμες για γενικό ξεσηκωμό είχαν ξεκινήσει να διαδίδονται ήδη από την Συνέλευση της Βοστίτσας τέλη Ιανουαρίου 1821, αφού τόσο ο Βρετανός πρόξενος στην Πάτρα συμβούλευε τους Τούρκους να είναι σε επιφυλακή, ενώ και Έλληνες όπως ο κοτζάμπασης της Τρίπολης Σωτηράκης Κούγιας κι ο Δραγουμάνος του Πασά της Σταυράκης Ιακωβίδης είχαν δώσει προδοτικά πληροφορίες για την επεκείμενη εξέγερση. Θορυβημένη η οθωμανική διοίκηση είχε ήδη καλέσει τους Ρωμιούς πρόκριτους στην Τρίπολη με πρόσχημα έκτακτης σύσκεψης, με απώτερο σκοπό να τους κρατήσει ως ομήρους.
10-13 Μαρτίου: Επιφανείς Αχαιοί πρόκριτοι φτάνουν στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα για να αποφασίσουν τις επόμενες κινήσεις. Συμμετείχαν οι Επίσκοποι Παλαιών Πατρών Γερμανός και Κερνίκης Προκόπιος, καθώς και οι πρόκριτοι Ασημάκης κι Ανδρέας Ζαϊμης, Ασημάκης και Παναγιωτάκης Φωτήλας, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Σωτήρης Χαραλάμπης και Ανδρέας Λόντος. Έπειτα από έντονη συζήτηση η στάση των Γερμανού και Ζαϊμη κάμπτεται κι αποφασίζεται το άμεσο ξέσπασμα της Επανάστασης, κυρίως χάριν των πληροφοριών που μετέφερε ο νεαρός Παναγιωτάκης Φωτήλας ο οποίος και ήταν ερωτευμένος με την Αϊσέ, κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων Ιμπραήμ Αρναούτογλου. Την περίοδο εκείνη τα Καλάβρυτα των 40 χιλιάδων κατοίκων αποτελούσαν την μεγαλύτερη πόλη της Πελοποννήσου. Άμεσα αναχωρούν ο καθένας για τον τόπο του ώστε να προετοιμαστούν οι επαναστατικές κινήσεις.
14 Μαρτίου: Ο Νικόλαος Σολιώτης αγνοώντας τις συνελεύσεις των Προεστών Καλαβρύτων και Πάτρας στήνει μαζί με τον Αναγνώστη Κόρδη κι άλλους κλέφτες ενέδρα κοντά στο Αγρίδι της Νωνάκριδας σε τρεις χαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που μεταφέρουν επιστολές του καϊμακάμη Μεχμέτ Σελήχ στον Χουρσήτ Πασά των Ιωαννίνων, έπειτα από παρότρυνση του Σωτήρη Χαραλάμπη.
Χαράματα 16 Μαρτίου (κατ’ άλλους 18 Μαρτίου): στην Χελωνοσπηλιά, μία σπηλιά κοντά στο χωριό της Λυκούριας στον αχαϊκό Φενεό, πέφτει η πρώτη τουφεκιά της Επανάστασης. Ο 50χρονος κλέφτης Γιάννης Χοντρογιάννης, επί πολλά χρόνια στην υπηρεσία του προεστού Ζαϊμη στήνει ενέδρα με 15 παλικάρια του στην στενωσιά του δρόμου. Στην ενέδρα πέφτουν θύματα 3 καβαλάρηδες, δύο Ρωμιοί κι ένας Τούρκος, τον Νικολή Γιαννακόπουλο, τον υπηρέτη του Βιτυνιώτη τοκογλύφου Νικολή Ταμπακόπουλο και έναν στρατιώτη της φρουράς του Τουρκαλβανού σπαχή Σεϊντ-Αγά του Λάλα της Ηλείας. Στόχος των ενόπλων ήταν ο Ταμπακόπουλος κι ο Σεϊντ-Αγάς οι οποίοι όμως έχοντας ειδοποιηθεί είχαν διαφύγει στην Λυκούρια, από εκεί με την βοήθεια των κοτζαμπάσηδων διαφεύγουν μέσω κοιλάδας Φενεού στην Τρίπολη. Τα χρήματα που άρπαξαν δόθηκαν στον Αγώνα. Η δράση του Χονδρογιάννη έγινε εν αγνοία των αρχηγών της Επανάστασης και των Φιλικών, οι οποίοι είχαν συμφωνήσει για έναρξη του Αγώνα στις 25 Μαρτίου.
Με αφορμή την πράξη του Χονδρογιάννη, όλο και περισσότερες φήμες διαδίδονται μεταξύ των Τούρκων της περιοχής ότι οι Ρωμιοί ετοιμάζουν γενικευμένη εξέγερση και κλείνονται στα κάστρα της Πάτρας, της Βοστίτσας (Αιγίου) και των Καλαβρύτων.
Παρακινημένοι από αυτές τις κινήσεις οι Έλληνες ξεκινούν επαναστατικές πράξεις πριν την επίσημη έναρξη της 25ης Μαρτίου. Αμέσως μετά την Χελωνοσπηλιά οι Νικόλαος Σουλιώτης και Ανδρέας Πετιμεζάς επιτίθενται κατά των Τσιμπουκλαίων, δύο σπαχήδων από την Τρίπολη, στο Λιβάρτζι έπειτα από διαταγή του Σωτήρη Φωτήλα. Ακολούθως ο Νικόλαος Σολιώτης επιτίθεται κατά επτά Τούρκων στα Αρφαρά των Χασιών και δεκαεννέα Αλβανών στο Βερσοβά. Στην Ακράτα οι Πετιμεζαίοι κάνουν ενέδρα σε δεκαοχτώ Τούρκους που πήγαιναν από τα Σάλωνα στην Τρίπολη και τους φονεύουν όλους, στον Ανάργυρο και στον ναό του Αγίου Αθανασίου στο Σοπωτό δολοφονούνται οι Τούρκοι ιδιοκτήτες των χωριών Μοστιτσίου και Καστελίου.
18 Μαρτίου (κατ’ άλλους 20 Μαρτίου), οι Πετιμεζαίοι των Καλαβρύτων επιτίθενται σε ανθρώπους του βοεβόδα Αρναούτογλου που κινούνταν προς Τρίπολη. Στην θέση Παλαιόπυργος ή Φροξυλιά οι Σωτήρης Παπαδαίος, Θανάσης Φεφές και Θανάσης Κωστόπουλος από το Μάζι, Γιαννάκης Βίρας από τα Κρινόφυτα και Γαλάνης από τα Βρώσθαινα σκοτώνουν σε ενέδρα τον Αιθίοπα δούλο του Αρναούτογλου. Το ίδιο απόγευμα σκοτώνονται άλλοι δύο Τούρκοι σε ενέδρα στα Πλατάνια.
Έντρομος ο Αρναούτογλου διατάσει τους Τούρκους της περιοχής να κλειστούν στους τρεις πύργους των Καλαβρύτων και να αμυνθούν, μέχρις ότου να έρθει βοήθεια από την Τρίπολη.
20 Μαρτίου, ο Καϊμακάμης Μεχμέτ Σαλήχ επικυρήσει τον Χονδρογιάννη και τους άνδρες του ως ληστές, το ξέσπασμα όμως της Επανάστασης σε Καλάβρυτα κι Αχαϊα κάνει φανερό ότι δεν πρόκειται για ληστρικό γεγονός.
21 Μαρτίου, 600 Έλληνες επαναστάτες υπό τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Βασίλειο και Νικόλαο Πετμεζά συγκεντρώνονται στην Αγία Λαύρα όπου και παρακολουθούν την Θεία Λειτουργία και ορκίζονται κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο της Μονής αναφέροντας σύμφωνα με ορισμένους την φράση “να μην μείνει Τούρκος στον Μωριά, μηδέ στον κόσμο όλον”. Έπειτα σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς λαμβάνουν ως σημαία το Ιερό Λάβαρο της Μονής, το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης του Ναού με την Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς κι ένα μικρό παλιό κανόνι.
Αυθημερόν ξεκινάει η πολιορκία των Καλαβρύτων, η πρώτη πολεμική επιχείρηση του Αγώνα. Υπό τους Πετιμεζαίους οι Έλληνες της περιοχής πολιορκούν του τρεις οχυρούς πύργους επί πέντε συνεχόμενες μέρες, μέχρι την παράδοση των Τούρκων. Οπως περιγράφει ο ιστορικός Ν. Παπαδόπουλος “Ήταν σούρουπο όταν φτάνουν στα Καλάβρυτα περί τους 200 πολεμιστές κι αρχίζει το μακελειό. Γενικεύτηκε η μάχη, κατελήφθησαν οι πύργοι των Τούρκων αξιωματούχων κι έχουμε την πρώτη νικηφόρο μάχη και την πρώτη πόλη, αυτή των Καλαβρύτων, στην οποία αποδόθηκε η ελευθερία”.
Οι Έλληνες έχουν 2 νεκρούς και 3 τραυματίες, μεταξύ αυτών ο Σολιώτης. Οι απώλειες των Τούρκων μένουν αδιευκρίνιστες, οι ίδιοι ήταν κατά βάση άμαχοι και δυστυχώς πολλοί από αυτούς κατεσφάγησαν παρότι είχαν παραδοθεί. Πάνω από 100 όπλα λαμβάνονται ως λάφυρα και δίνονται στην υπηρεσία του Αγώνα. Η Αϊσέ επιβίωσε της σφαγής, αυτοκτόνησε όμως λίγο μετά όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του αγαπημένου της Παναγιωτάκη στην πολιορκία της Πάτρας, όντας μόλις 24 ετών.
Ήδη από τις 23 Μαρτίου η Επανάσταση έχει ξεσπάσει και στην νοτιοδυτική Πελοπόννησο με την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους Μανιάτες και την “προειδοποίησην εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς” της Μεσσηνιακής Γερουσίας.
25 Μαρτίου τα Καλάβρυτα, ένα από τα τελευταία κάστρα του Μωριά που κατέλαβαν οι Τούρκοι το 1460, είναι πλέον ελεύθερα. Ακολούθησε η τέλεση της επίσημης δοξολογίας στην Αγία Λαύρα ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και επίσημης ημέρας έναρξης της Επανάστασης.
Τέλη του 1829, ο Νικολής Γιαννακόπουλος προσφεύγει στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο Αχαϊας στην Βοστίτσα όπου κι ασκεί αγωγή κατά του Χονδρογιάννη για την ενέδρα στην Χελωνοσπηλιά, κατηγορώντας τον ότι τον έγδυσε, τον βασάνισε και του αφαίρεσε ότι αντικείμενα αξίας 13 χιλιάδων γροσίων. Εκμεταλλευόμενος τον νόμο του ΙΒ’ Ψηφίσματος της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του Άργους του 1829 καταφέρνει νίκη κατά του Χονδρογιάννη και την κατάσχεση της περιουσίας του τελευταίου, παρότι τα χρήματα είχαν αποδεδειγμένα δοθεί στην εθνική υπόθεση. Παρότι το δικαστήριο αναγνώρισε την αξία του Χονδρογιάννη στον Αγώνα τον καταδικάζει σε ποινή φυλάκισης για ληστεία και τον κλείνει στο Μπούρτζι.
Τα έξι του παιδιά, που όλα συμμετείχαν στην ενέδρα της Χελωνοσπηλιάς, βγαίνουν στην παρανομία για να επιβιώσουν, έπειτα από δόλο συλαμβάνονται κι εκτελούνται παρά τις εκκλήσεις για χάρη και αμνηστία στα άτομα που έριξαν τις πρώτες σφαίρες του Αγώνα. Αξίζει να αναφερθεί ότι καμία κίνηση δεν έγινε κατά του άλλου κύριου συμμετέχοντα της μάχης στην Χελωνοσπηλιά, του Πετιώτη.
Στην εικόνα η αρχοντική πυργοκατοικία των Πετιμεζαίων του 17ου αιώνα στα Καλάβρυτα, μέσα στο χωριό Κάτω Λουσοί. Οι Πετ(ι)μεζαίοι ή Πετιμεζάδες προέρχονταν από τα Σουδενά Ηπείρου και αρχικά είχαν το επώνυμο Βλάσης. Λόγω ενός φόνου αναγκάστηκαν να εκπατριστούν τον 17ο αιώνα, αρχικά στην Ηλεία κι έπειτα στα Καλάβρυτα όπου σύμφωνα με ορισμένους ίδρυσαν τα Σουδενά Αχαϊας σε ανάμνηση του χωριού τους, τους σημερινούς Λουσούς, παρότι βάσει μαρτυριών φαίνεται να υπήρχαν από πολύ πιο πριν τον 17ο αιώνα.