21η Μαρτίου 1821!.. Μια αυθεντική Μαρτυρία!..
Μέσα Μαρτίου 1821!..
Στο Άγιο Ψήλωμα της Άγιας Λαύρας η ΔΟΞΑ στεφανώνει τους Άξιους Ήρωες, Καλαβρυτινούς Λεβέντες, τούς συγκεντρώνει, τούς εμπνέει, τούς καθοδηγεί!..
Αγκαλιάζουν τη ΛΕΥΤΕΡΙΑ, γονατίζουν μπροστά από το Ιερό ΛΑΒΑΡΟ, ορκίζονται το «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ», και ξεχύνονται προς τα Καλάβρυτα.
21η Μαρτίου 1821!.. Πολιορκούν, Καταλαμβάνουν και Ελευθερώνουν τα Καλάβρυτα!.. Είναι η Πρώτη Απελευθερωθείσα Πόλη της Επανάστασης του ’21!.. Αιχμαλωτίζουν την Τουρκική φρουρά και το διοικητή τους Αρναούτογλου, τον παραδίδουν στο Γ. Λεχουρίτη, ο οποίος τον οδηγεί στον πύργο του στο Λεχούρι Καλαβρύτων. Εκεί παρέμεινε έγκλειστος μέχρι το 1825, οπότε έγινε ανταλλαγή υψηλών προσώπων.
…Η ιστορία έχει πάρει, πλέον, το δρόμο της. Αυτή η ιστορία, που είναι μέσα μας. Στη γνώση της προέλευσης και της καταγωγής μας, στις μνήμες των ανθρώπων και στις ιστορίες, που αφηγούνται.
…Η συναρπαστική, καθηλωτική αφήγηση της εικοσαενάχρονης τότε Γεωργούλας Μπαλιάτσου *, από το Παγκράτι Καλαβρύτων, που είχε γεννηθεί στα 1.800, μας ταξιδεύει στα δοξασμένα εκείνα χρόνια με τα δικά της βιώματα, αυθεντικές, μοναδικές, αδιάψευστες διηγήσεις – μαρτυρίες :
«… Ήθελε δυο μέρες ναρθεί τ’ Αγιαλεξιού. Μας λέει εμένα και της αδελφής μου Μάρθας, ο Παναγής (αδελφός της μεγαλύτερος), να ζυμώσουμε πολύ ψωμί και να μαζώξουμε πεντέξι σαῒσματα ή ματαράτσια γιατί θα πηγαίναμε στην Άγια Λαύρα, προσκυνούμε τη χάρη της, να προσκυνήσουμε και να λειτουργηθούμε, που γιόρταζαν τα πάθη του Αγιαλέξη (ιερά λείψανα). Τα ετοιμάσαμε εμείς, αλλά και άλλοι φούρνοι του χωριού καπνίζανε για την ίδια δουλειά.
Ξεκινήσαμε ολονυκτίς. Δεν είχανε λαλήσει ακόμα τα κοκόρια. Η αδερφή μου η Μάρθα έκατσε σπίτι. Ο πατέρας μου με τα πράματα. Εγώ ζαλώθηκα τα συμπράγκαλα και εκκινήσαμε. Είμαστε ούλοι – ούλοι καμιά δεκαπενταριά. Άντρες και πεντεξηφτά τσιούπες ζαλωμένες. Ο κυρ Γιάννης (ο Λαμπρόπουλος) με τον κυρ Θοδωράκη (τον Κολόκα, που ήσαν τοπάρχες του χωριού) εφύγανε μπροστά – μπροστά από την άλλη μέρα. Πήγανε να σμίξουνε το Ζαῒμη να τα ειπούνε. Ήσαν δικοί του άνθρωποι. Σαν ξαναφάναμε στο μοναστήρι από την Τρικοκκιά, είχε πάρει μέρα. Όλος ο τόπος γιομάτος, κόσμος πολύς…
Ρώτησα τον Παναγή , γιατί τόσος πολύς κόσμος; Μου είπε πεισμωτά : «Προσκυνάμε… Πανηγύρι γίνεται», και μούπε να μη ξαναρωτήσω. Υποψιάστηκα κάτι γίνεται. Σαν πήγαμε, αποκουμπήσαμε τις ζαλιές μας οι τσιούπες ψηλά στο λόγκο. Οι άντρες κατεβήκανε κάτω…
… Τραβήξανε για τα Καλάβρυτα να βαρέσουνε τον Τούρκο. Μιλήσανε και κατεβήκαμε κι εμείς. Μας στείλανε στο Καλαβρυτινό γιοφύρι. Καμπόσες τσιούπες απ’ τα Σουδενά πήγανε με την Τασούλα Πετμεζά κοντά στα αδέρφια της κοντά στον πόλεμο. Εμάς μας βάλανε να φτιάνουμε τσουρνούρια. Ήρθε ένας δικός μας μάς επήρε, εμένα και δυο τρεις άλλες κι εκουβαλάγαμε νερό με τα ασκιά. Το ντουφεκίδι είχε ανάψει στα Κάστρα, που ήσαν κλεισμένα τα παλιόσκυλα. Πηγαίναμε και ψωμί· το κόβαμε και το μοιράζαμε στους πολεμιστάδες…
Στερνά τους πιάσανε τους Τούρκους. Μαζωχτήκαμε στα Καλάβρυτα. Εσμίξαμε με τους δικούς μας. Λειτουργηθήκαμε πρώτα στην εκκλησιά. Ήρθανε ούλοι οι καλόγεροι του Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας και λειτούργησαν. Είπανε και λόγο. Συχωρέσαμε τους σκοτωμένους. Η εκκλησιά δε μας χώραγε ούλους. Στεκόμαστε οι πλειότεροι έξω.
Βγήκαν από μέσα οι καπεταναίοι και άρχοντες. Φωνάξανε, γλέντι, χορός. Φιλιόμαστε ούλοι στα στραβά, “καλή ανάσταση„…
Βάλανε μπροστά το Χαραλάμπη. Τραγουδήσανε : ʺΣήμερα ημέρα είναι λαμπρή / καημένε Χαραλάμπη / είναι γιορτή και σχόλη. / Σήμερα στα Καλάβρυτα / το κάνουν πανηγύρι. / Διάκοι φορούν τα ιερά / κι οι όμορφες τα άσπρα. / λεβέντες σέρνουν το χορό / με τ΄ άρματα στο χέριʺ.
Όσες γυναίκες και άντρες ήσαν από τα κοντακιανά, πήγανε φορέσανε τα γιορτινά τους κι εχόρεψαν. Οι δικοί μας χορέψανε με τα λερωμένα. Εγώ ντρεπόμουνα. Ήμουνα λερωμένη, αλλά ο Μπουρτογιάννης, που γνωριζότανε με τους δικούς μου τους είπε και με βάλανε στο χορό. Εχόρεψα το ίδιο τραγούδι, που χόρεψε και ο Χαραλάμπης. Το βράδυ – βράδυ μαζωχτήκανε στην κάτω πλατεία κι ο Χαραλάμπης εμοίρασε τον κόσμο κατά παρέες. Οι δικοί μας ακολουθήσανε το Χαραλάμπη και τους Πετμεζάδες στου Φονιά. Εμείς οι άλλοι φύγαμε για τα χωριά μας…» (Βασ. Γ. Παπαγεωργίου, 1960).
«…Μη, λοιπόν, όλοι εσείς θέλετε να με ποτίσετε με το νερό της λησμοσύνης!
…Μη, λοιπόν, όλοι εσείς θέλετε να μου στερήσετε τη χαρά εκείνης της μοναδικής, ιστορικής μνήμης!
…Μη, λοιπόν, όλοι εσείς θέλετε να στραγγαλίσετε στα μέσα μου τούτα τα ευχάριστα, πατριωτικά κι υπερήφανα βιώματα κι ιστορικές, αυθεντικές μαρτυρίες!
ʺΜη σάς παρακαλώ σας μη λησμονάτεʺ το ʺένδοξο τούτο μικρό αλωνάκιʺ της πατρίδας μας!
Αφήστε το στην ησυχία της ηρωικής, μαρτυρικής και δοξαστικής του διαδρομής!…
Σεβαστείτε και ʺκλείστε μέσα στην καρδιά σαςʺ την προσφορά των ηρώων και των μαρτύρων του, και τότε ʺθα αισθανθείτε να σας πλημμυρίζειʺ το μεγαλείο της Ευγνωμοσύνης!!!» (Φ. τ. Κ., τ. Φεβρουαρίου 2011, σελ.4)
Σαν τέλειωμα… Παραφράζοντας τους στίχους του Μίμη Τσιφόρου…
«… Γεια και χαρά σας Λεβέντες, Καλαβρυτινοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτε Άγια Λαύρα θα ’χαμε, ούτε κι Εικοσιένα!..»
Γράφει : ο Θεόδωρος Γ. Θανόπουλος
- Γεωργούλα σύζυγος Γεωργίου Μπαλιάτσου, το γένος Κόρμπα. Γεννήθηκε στο Παγκράτι Καλαβρύτων το 1800 και πέθανε σε ηλικία 113 ετών, δηλαδή το 1913. Η παραπάνω αφήγηση – μαρτυρία της αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν από τα μέσα έως και την 21η Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και τα Καλάβρυτα. Η ίδια είχε λάβει μέρος, εκτός από τη μάχη των Καλαβρύτων, και στις μάχες του Λεβιδίου, Δερβενακίων και Μεγάλου Σπηλαίου.